- διαγαληνιζω
- διαγαληνίζωδια-γᾰληνίζωпрояснять(ся)
(τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαγαληνίζω — (Α) καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο … Dictionary of Greek
διεγαλήνισεν — διαγαληνίζω make quite calm aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)